-
1 νοσσεύω
νοσσεύω, = νεοσσεύω, ausbrüten, nisten, νενοσσευμένα ὀρνίϑων γένεα ἐν τῷ νηῷ, Her. 1, 159.
См. также в других словарях:
νεοσσεύω — (ΑΜ νεοσσεύω και νοσσεύω, Α αττ. τ. νεοττεύω, Μ και νοσσιεύω) [νεοσσός] κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς μσν. μτφ. (για πρόσ.) κατοικώ μσν. αρχ. (κυρίως το παθ.) ν(ε)οσσεύομαι φωλιάζω («ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ», Ηρόδ.) αρχ.… … Dictionary of Greek